-
1 συνδοκέω
A seem to one as to another, seem good also,ταῦτα κἀμοὶ συνδοκεῖ Ar.Av. 811
; εἴ τοι δοκεῖ σφῷν ταῦτα, κἀμοὶ ξυνδοκεῖ ib. 1630, cf. Lys. 167; ;ὅ τι ἂν καὶ τοῖς ἄλλοις.. ξυνδοκῇ Id.6.44
;εἰ σοὶ συνδοκεῖ ὅπερ ἐμοί Pl.Prt. 340b
;πᾶσι συνέδοξε ταῦτα X.Cyr.2.2.28
; ἆρ' οὖν σοι συνδοκεῖ μέτριος χρόνος; Pl.R. 460e;διάνοιαν ἣ σ. τοῖς πολλοῖς Arist.Pol. 1273a23
; κἀμοὶ τοῦτο οὕτω περὶ αὐτοῦ ς. Pl.Sph. 235b;συνεδόκει ἡμῖν.. ταῦτα Id.Euthd. 289b
: abs., συνεδόκει ib.c.2 more freq. impers., it seems good also,σοὶ δὲ συνδοκεῖν χρεών E.IT71
; εἰ ξυνδοκοίη τοῖσιν ἄλλοις ὀρνέοις Ar Av.197; ἢ καὶ σοὶ συνδοκεῖ οὕτως; Pl.Prt. 331b;σ. ὅτι.. Id.Hp.Ma. 283b
: folld. by inf., X.Cyr.1.6.8; συνέδοξε.. τὸν ἐλάττονα αἱρετέον (sc. εἶναι) Pl.Ti. 75c.3 part., οὐκ ἐμοὶ -οῦντα πεπόνθατε not with my approval, D.H.6.44; but the part. is mostly used abs. like ἐξόν, παρόν, etc., συνδοκοῦν ἅπασιν ἡμῖν since we all agree, X.HG2.3.51; συνδόξαν τῷ πατρὶ καὶ τῇ μητρί since the father and mother approved, Id.Cyr.8.5.28, cf. 8.1.8.b Plato has also part. [tense] pf. [voice] Pass., λόγος τοῖς ἐπιεικεστάτοις συνδεδογμένος in which they also agree, Lg. 659d, cf. 719c, Phdr.267d; also of persons, συνδεδογμένοι τινί of like opinion with him, Numen. ap. Eus.PE 14.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνδοκέω
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский